Νηλέα

Νηλέα
Νηλέᾱ , Νηλεύς
Neleus
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νηλέα — νηλής pitiless neut nom/voc/acc pl (epic ionic) νηλής pitiless masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίσων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος και νόμιμος διάδοχος του βασιλιά της Ιωλκού Κρηθέα και της Τυρούς. Ο αδελφός του Πελίας, παρότι η Τυρώ ισχυριζόταν πως τον είχε αποκτήσει –όπως και τον Νηλέα– από τον Ποσειδώνα, κατέλαβε τον θρόνο μετά τον θάνατο του… …   Dictionary of Greek

  • μελάμπους — Μυθολογικό πρόσωπο. Έφερε τη φήμη του αρχαιότερου Έλληνα μάντη και, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Αμυθάονα, αδελφός του Βίαντα και γενάρχης του μαντικού γένους των Μελαμποδιδών. Τα δύο αδέλφια και ο θείος τους, Νηλέας, ταξίδεψαν από τη… …   Dictionary of Greek

  • Κρηθέας — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, ο Κ. ήταν γιος του Θεσσαλού Αιόλου και της Εναρέτης ή της Λαοδικίας. Θεωρείται ιδρυτής της Ιωλκού, στην οποία βασίλευσε. Κατά την παράδοση παντρεύτηκε την ανιψιά του, Τηρώ, κόρη του αδελφού του,… …   Dictionary of Greek

  • Νέστωρ — I Ομηρικός ήρωας, βασιλιάς της Πύλου, γιος του Νηλέα και της Χλωρίδας, περίφημος για τη σοφία, την ευγλωττία και την τόλμη του. Έζησε επί τρεις γενιές ανθρώπων και πήρε μέρος σε πλήθος πολεμικών επιχειρήσεων : στον πόλεμο των Λαπιθών και των… …   Dictionary of Greek

  • άλκιμος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ήρωας του Τρωικού πολέμου, γιος του βασιλιά της Πύλου Νηλέα. 2. Πατέρας του Μέντορα, πιστού φίλου του Οδυσσέα. 3. Σικελός ιστορικός, που έγραψε τα Σικελικά στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. 4. Στρατηγός του… …   Dictionary of Greek

  • αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… …   Dictionary of Greek

  • νέστωρ — I Ομηρικός ήρωας, βασιλιάς της Πύλου, γιος του Νηλέα και της Χλωρίδας, περίφημος για τη σοφία, την ευγλωττία και την τόλμη του. Έζησε επί τρεις γενιές ανθρώπων και πήρε μέρος σε πλήθος πολεμικών επιχειρήσεων : στον πόλεμο των Λαπιθών και των… …   Dictionary of Greek

  • νηλήιος — νηλήϊος, ΐα, ον θηλ. και νηληΐς (Α) αυτός που ανήκει στον Νηλέα, τον πατέρα τού Νέστορος («Νηλήϊος υἱός», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Νηλεύς + κατάλ. ήϊος (πρβλ. ανθρωπ ήιος, ποταμ ήιος)] …   Dictionary of Greek

  • πανιώνια — Αρχαία ελληνική γιορτή, που την τελούσαν οι αντιπρόσωποι των ιωνικών πόλεων στο ιερό Πανιώνιον. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, οι Ίωνες συγκεντρώνονταν εκεί όχι μόνο για να γιορτάσουν τα Π., αλλά και κάθε φορά που υπήρχε ανάγκη να κάνουν κοινή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”